-
1 kıymet
αξία -
2 paha
αξία, κόστος -
3 paye
αξία, σπουδαιότητα, τιμή -
4 mérite
αξία -
5 bonita
αξία -
6 hodnota
αξία -
7 zásluha
αξία -
8 merit
αξία -
9 zasługa
αξία -
10 ценность
ценность ж 1) η αξία; иметь \ценность έχω αξία 2) (ценная вещь) чаще мн. οι αξίες; культурные \ценностьи οι πολιτιστικές αξίες; материальные \ценностьи οι υλικές αξίες* * *ж1) η αξίαиме́ть це́нность — έχω αξία
2) ( ценная вещь) чаще мн. οι αξίεςкульту́рные це́нности — οι πολιτιστικές αξίες
материа́льные це́нности — οι υλικές αξίες
-
11 достоинство
досто́инств||ос1. (уважение к себе) ἡ ἀξιοπρέπεια:чу́вство собственного \достоинствоа ὁ αὐτοσεβασμός, ἡ ἀξιοπρέπεια·2. (положительное качество) ἡ ἀξία, ἡ ἀρετή, τό προτέρημα, τό προσόν, τό πλεονέκτημα:\достоинство· книги ἡ ἀξἰα (или τά προτερήματα) τοῦ βιβλίου· у него много достоинств ἔχει πολλά προσόντα· оценить по \достоинствоу ἐκτιμώ κατ· ἀξίαν'3. (стоимость денежного знака) ἡ ἀξία:облигации \достоинствоом в 50 рублей ὁμολογίες ἀξίας πενήντα ρουβλίων. -
12 стоимость
стоимостьж1. эк. ἡ ἀξία:меновая \стоимость ἡ ἀνταλλακτική ἀξία· прибавочная \стоимость ἡ ὑπεραξία· потребительная \стоимость ἡ καταναλωτική ἀξία·2. (цена) ἡ τιμή, τό κός-τος:\стоимость билета ἡ τιμή τοῦ είσιτηρίου. -
13 достоинство
-а ουδ.1. πλεονέκτημα, προτέρημα, αρετή•-а и недостатки προτερήματα και ελαττώματα.
|| αξία, σπουδαιότητα.2. αξιοπρέπεια•считать ниже своего -а θεωρώ κατώτερο της αξιοπρέπειας μου.
|| υπερηφάνεια, αυτοσεβασμός.3. αξία, τίμημα•монета десятирублвого -а νόμισμα αξίας δέκα ρουβλιών.
4. παλ. αξίωμα, κοινωνική θέση.εκφρ.оценить по -у – εκτιμώ κατά την αξία. -
14 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
15 стоимость
1. (цена, ценность) η τιμ/ή, το κόστοςобщая - η συνολική τιμή/αξία, το γενικό κόστοςориентировочная - см. приблизительная -первоначальная - αρχική -, το αρχικό κόστος-страхование и фрахт κόστος, ασφάλειαфактическая - το πραγματικό κόστος, η πραγματική τιμή2. эк. η αξί/αноминальная - см. нарицательная -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стоимость
-
16 достоинство
достоинство с 1) η άξιο" πρέπεια с \достоинство ом με αξιοπρέπεια 2) (положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα 3) (стоимость денежного знака) η αξία* * *с1) η αξιοπρέπειαс досто́инством — με αξιοπρέπεια
2) ( положительное качество) η αρετή, το προτέρημα, το χάρισμα3) ( стоимость денежного знака) η αξία -
17 заслуга
-
18 стоимость
стоимость ж 1) эк. η αξία 2) (цена) το κόστος, η τιμή* * *ж1) эк. η αξία2) ( цена) το κόστος, η τιμή -
19 цена
-
20 ценный
ценный 1) (дорогой) πολύτιμος, ακριβός 2) (с обозначенной ценой): \ценныйая посылка το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία; \ценныйые бумаги τα χρεόγραφα* * *1) ( дорогой) πολύτιμος, ακριβός2) ( с обозначенной ценой)це́нная посы́лка — το ταχυδρομικό δέμα με δηλωμένη αξία
це́нные бума́ги — τα χρεόγραφα
См. также в других словарях:
ἀξία — ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱ , ἀξιάω Hoffmann Inscr.… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… … Dictionary of Greek
αξία — η 1. το τίμημα, η τιμή κάποιου πράγματος: Το σπίτι αυτό σήμερα έχει μεγάλη αξία. 2. το σύνολο των ιδιοτήτων που κάνουν ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα σπουδαίο, σημαντικό: Η βιομηχανία έχει μεγάλη αξία για μια χώρα. 3. «κινητές αξίες» ή μόνο «αξίες», οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄξια — ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίαν — ἀξίᾱν , ἄξιος counterbalancing fem acc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱν , ἀξία worth fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιῶν — ἀξία worth fem gen pl ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc voc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀξιόω think pres part act masc voc sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)